- γραΐζω
- γραΐζω (Α) [γραυς]ξαφρίζω γάλα ή άλλο υγρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραίζειν — γραίζω skim milk pres inf act (attic epic) γραΐζειν , γραίζω skim milk pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραιοῦμαι — γραίζω skim milk fut ind mid 1st sg (attic epic doric) γραιόομαι become aged pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
γραιῶν — γραίη old woman fem gen pl γραίζω skim milk fut part act masc nom sg (attic epic doric) γραῖα old woman fem gen pl γραῖα old woman fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)